- χάλκασπις
- -άσπιδος, ὁ, Α1. αυτός που έχει χάλκινη ασπίδα («χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι», Πίνδ.)2. ο αθλητής που μετέχει σε ένοπλο αγώνα δρόμου («χαλκάσπιδα Πυθιονίκαν», Πίνδ.)3. στον πληθ. οἱ χαλκάσπιδεςσώμα τού μακεδονικού στρατού.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)-* + -ασπις (< ἀσπίς, -ίδος), (πρβλ. χρύσ-ασπις)].
Dictionary of Greek. 2013.